ζουμπάς

ζουμπάς
ο
(λ. τουρκ.)
1. εργαλείο που μ' αυτό ανοίγουν τρύπες.
2. κοντόσωμος άνθρωπος: Ήταν κοντός, γι' αυτό τον έλεγαν ζουμπά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ζουμπάς — ο 1. (τεχν.) χαλύβδινο εργαλείο για διάτρηση μετάλλων ή για ώθηση προς τα μέσα τής κεφαλής τού καρφιού η οποία προεξέχει 2. μτφ. κοντός, μικρόσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zimba) …   Dictionary of Greek

  • εγκρουστήρας — ο 1. σιδερένιο εργαλείο κατάλληλο για σφυροκόπηση σε κοιλότητες, ζουμπάς 2. ο επικρουστήρας τών κυνηγετικών και παλιότερων πυροβόλων όπλων, λύκος, κόκορας …   Dictionary of Greek

  • σβέντζος — ο, Ν πολύ κοντός και μικρόσωμος άνθρωπος, ζουμπάς …   Dictionary of Greek

  • στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… …   Dictionary of Greek

  • σφυρί — Εργαλείο κατάλληλο για βίαια ή ελαφρά χτυπήματα κατευθείαν στο υλικό ή και σε άλλο εργαλείο (κοπίδι, ζουμπάς κλπ.). Αποτελείται από μια μάζα (κεφαλή) χάλυβα, μόλυβδου, ορείχαλκου, ή άλλου μετάλλου, η οποία έχει στη μέση μια τρύπα για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”